- νερομπογιά
- η1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα.2. έργο ζωγραφικής με υδρόχρωμα, αλλ. ακουαρέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νερομπογιά — η 1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα 2. έργο ζωγραφικής φιλοτεχνημένο με υδροχρώματα, ακουαρέλα … Dictionary of Greek
ακουαρέλα — η 1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό 2. πίνακας αυτού τού είδους ζωγραφικής, υδατογραφία 3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle <… … Dictionary of Greek
υδρόχρωμα — το, ατος 1. χρωστική ουσία διαλυτή σε νερό, νερομπογιά. 2. χρωστική ουσία διαλυμένη στο νερό, νερομπογιά. 3. γαλάκτωμα χρωματισμένου ασβέστη για ασθέστωμα: Το δωμάτιο είναι βαμμένο με υδρόχρωμα. 4. ασβέστωμα ή χρωματισμένο ασβέστωμα: Το υδρόχρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… … Dictionary of Greek
υδατοβαφής — ές, Ν βαμμένος με υδρόχρωμα, με νερομπογιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιματο βαφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
υδρόχρωμα — το, Ν 1. χρωστική ουσία διαλυμένη σε νερό, κν. νερομπογιά 2. χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη, κατάλληλο για επίχρυση διαφόρων επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χρώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
Μαυροΐδης, Γεώργιος — (Πειραιάς 1912 – 2003). Κύπριος ζωγράφος, πανεπιστημιακός και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1946 εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα. Παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1959, όταν εξελέγη καθηγητής… … Dictionary of Greek
υδάτινος — η, ο 1. που αποτελείται από νερό: Υδάτινη σταγόνα. 2. που έχει κατασκευαστεί από νερό: Υδάτινη βαφή (υδρόχρωμα, νερομπογιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)